Κυριακή 14 Μαΐου 2017


                                                 Ναπολέων

Η πρώτη ανάρτησή μου δεν έχει να κάνει με κανένα πελάτη της «Ζώγιας» αλλά με τον πρώτο που άφησε το στίγμα του μέσα εκεί. Ο συνεργάτης και πιστός φίλος μου, που έφυγε λίγες μέρες πριν. Ο Ναπολέων, για πολλούς Ζώγιος∙ τον έλεγαν χαριτολογώντας πελάτες της «Ζώγιας» στην Σβώλου. Σήμερα θα μιλήσω γι’ αυτόν. Αλλά τι να πω; Πώς να στριμώξεις μια φιλία και μια άριστη συνεργασία τριάντα χρόνων μέσα σε δυο σελίδες; Τα τελευταία χρόνια, όταν συνειδητοποιούσε την εξέλιξη της ασθένειάς του, έλεγε Τι θα έκανα αν δεν είχα κι εσένα; Κι εγώ του έλεγα να μην το σκέφτεται, δεν είχα ξεχρεώσει ακόμα. Τώρα που έφυγε αισθάνομαι πως όντος δεν πρόλαβα να το κάνω.
Θυμάμαι όταν του ζήτησα πριν τριάντα ένα χρόνια να με βοηθήσει ν’ ανοίξω ένα είδος καφέ- βιβλιοπωλείο όπου μέσα εκεί θα σερβίραμε κυρίως τσάι, εντύπωση δεν του έκανε η παρουσία του βιβλίου μέσα σε τέτοιον χώρο (η σχέση του με τα βιβλία ήταν δύσκολη), αλλά το ρόφημα. Μα τσάι; Απόρησε. Τότε ήταν που είπε το εκπληκτικό: Δεν καταλαβαίνω την ιδέα σου ακριβώς, αλλά θα σε βοηθήσω να την υλοποιήσεις. Και γεννήθηκε η πρώτη «Ζώγια» στη Σβώλου. Τον χώρο τον βρήκαμε μετά από μήνες ξεσκάλισμα των αγγελιών στις σελίδες των εφημερίδων της πόλης. Τσέκαρα εκείνα που μ’ ενδιέφεραν, τα έβλεπα πρώτα εγώ, επέλεγα αυτά που βόλευαν γι’ αυτό που είχα στο μυαλό μου και μετά ερχόταν ο Ναπολέων για να ελέγξει τις λεπτομέρειες με μεγάλη προσοχή, άσχετα αν πρόθεσή μας ήταν, οποιοδήποτε μαγαζί κι αν επιλέγαμε να το ανακαινίζαμε εκ βάθρων. Η διαδικασία αυτής της έρευνας κρατούσε τόσο χρόνο  που λίγωνε το νευρικό μου σύστημα. Εγώ από τη φύση μου βιαστική, ανυπόμονη για το αποτέλεσμα κι εκείνος πράος, προσεκτικός, λεπτολόγος, τα ζώα μου αργά, τον κατηγορούσα. Μαγαζί θα στήσουμε κι απ’ ότι λες σπουδαίο… άσε ν’ ασχοληθώ εγώ μ’ αυτά τα πρακτικά θέματα, εσύ σκέψου πως θα στήσεις τις βιβλιοθήκες σου και πως θα φτιάχνεις τα τσάγια σου, ήταν η ήρεμη απάντησή του. Αυτό γινόταν όλα τα χρόνια της συνεργασίας μας. Εκείνος έκανε τη βρώμικη δουλειά, λογιστικά, εφορείες, τράπεζες, εργάτες, τεχνίτες, προμηθευτές,  κι εγώ είχα την υψηλή καλλιτεχνική και λειτουργική εποπτεία, επιλογή και αγορά βιβλίων, παρουσιάσεις συγγραφέων, εκθέσεις ζωγραφικής, λογοτεχνικούς διαγωνισμούς και επίσης την επιλογή προσωπικού και τις λειτουργίες πίσω απ’ το μπαρ αλλά και του σαλονιού. Με τα χρήματα είχα από πάντα κακή ως αδιάφορη σχέση. Ποτέ δεν ήξερα τι συνέβαινε πίσω απ’ το ταμείο, οι καλοί τσίροι, που τους μάθαινα το επόμενο πρωινό απ’ τον ίδιο, με ενθουσίαζαν όχι όμως με την ενσυνείδητη κατάσταση του χρήματος, αλλά με την σύλληψη της ιδέας, αν και πόσο είχε μιλήσει στις καρδιές των θεσσαλονικέων.  Εκείνος αποφάσιζε ποια τρύπα θα κάλυπτε τη επομένη, ποιον προμηθευτή θα ξεχρέωνε, ποια προϊόντα θα παράγγελνε. Όχι γιατί το απαίτησε, αλλά γιατί η υπεροχή του σ’ αυτά τα θέματα φάνηκε απ’ την αρχή και με βόλευε μια και δεν προκαλούσαν το δικό μου ενδιαφέρον. Βέβαια δεν ξεχνούσε να με ενημερώνει που δόθηκε η παραμικρή δραχμή, πάντα με επιμονή στην τάξη. Εγώ με την τάξη, στην ουσία με κάποιες όψεις της, έκανα τη γνωριμία μου πολύ αργά, όταν πια ο συνεργάτης μου δεν μπορούσε να ‘ναι συνεπής λόγω ασθένειας∙ ήταν όμως πάντα εκεί, μέσα στο πνεύμα του μαγαζιού, δίπλα μου σε ότι χρειαστώ, άσχετα αν τα τελευταία χρόνια δεν μπορούσε να βοηθήσει ουσιαστικά.
Ήταν κοντά μου στις καλές και στις κακές στιγμές, στις εύκολες και στις δύσκολες, απ’ τον πρώτο καφέ ακόμα∙ ποτέ δε φανταζόμουν πόσο δύσκολο ήταν να κάνεις έναν σκέτο ελληνικό καφέ στο μπρίκι. Ήταν η πρώτη παραγγελία που έκανα στο μαγαζί, τον έχυσα τρεις φορές∙ την τέταρτη τον κατάφερα. Εκείνος βρήκε τα πρώτα κορίτσια που με εκπαίδευσαν στα πρακτικά ενός καφενείου.  
Η μεγάλη του έκπληξη ήταν όταν αντίκρισε τα πρώτα βιβλία  που έφτασαν και τα τοποθέτησα στα ράφια και τους πάγκους. Εκείνο τον καιρό πολύ σφυροδρέπανο κυκλοφορούσε στα εξώφυλλα. Σοκαρίστηκε. Θα μας κατηγορήσουμε για αριστερούς, ήταν η αντίδραση του. Κι εγώ αριστερή είμαι, τι πειράζει; Είπα εγώ. Με κοίταξε σαν να με ‘βλεπε για πρώτη φορά, ήταν φανερό πως τον ξάφνιασε το γεγονός ότι δεν είχα φυτρωμένα κέρατα στο μέτωπο. Ο Ναπολέων ήταν απ’ τους πολίτες αυτής της χώρας που έμαθαν να ζουν με το φόβο των εθνικών εγκληματιών. Το βλέμμα του τότε μου θύμισε τη μάνα μου, όταν συναντούσε έναν καλό δεξιό, Να φανταστείς είναι δεξιός, μου ψιθύριζε ξαφνιασμένη.
Ο δεξιός φίλος μου με τα χρόνια και με τη συνεργασία και την συμβίωση δίπλα σε μια αμετακίνητη αριστερή, αποδέχτηκε ανομολόγητα όμως, τις πεποιθήσεις μου χωρίς ν’ αλλάξει τις δικές του ποτέ, αλλά και δίχως να λοξοδρομεί όταν αντάμωνε κάποιον αριστερό.
Όταν πια άρχισε να παλεύει με τις διαλείψεις του μνημονικού του κι η αρρώστια έσβηνε σιγά-σιγά το φως απ’ το μυαλό του, άκουγε για εκλογές και με ρωτούσε πότε θα γίνουν κι αν θα έπρεπε να πάει κι εκείνος να ψηφίσει, εγώ τον πείραζα, δεν χρειάζεται, έτσι κι έτσι λάθος ψήφο θα ρίξεις. Δεν καταλάβαινε πια το πείραγμά μου.
Θα μπορούσα να γεμίσω δεκάδες σελίδες γι’ αυτά που βίωσα όντας συνεργάτης του. Αυτό που θέλω να μείνει κυρίως στη μνήμη των φίλων της «Ζώγιας» είναι ό,τι ο Ναπολέοντας  υπήρξε η κρυφή δύναμη, ο ορθοστάτης και η πρακτική πλευρά της «Ζώγιας», κι εγώ τρόπο τινά η ανάλαφρη.
Κρατάω τα λόγια των τελευταίων ημερών, όταν πια έπαψε να με γνωρίζει, αλλά αναφερόταν σ’ εμένα σαν να μην ήμουν μπροστά. Τη θυμάσαι την Ζώγια; Τον είχα ρωτήσει, Καλό κορίτσι, λίγο βλαμμένο όμως, είπε μ’ εκείνο το χαμόγελο που έγινε παρελθόν και λείπει σε όλους μας.


Παρασκευή 12 Μαΐου 2017

Ιστορίες της «Ζώγιας»

                                                     

  Ιστορίες της «Ζώγιας»


Η ιδέα σχηματίστηκε στο μυαλό μου λίγο πριν τελειώσω το τελευταίο μυθιστόρημα, όταν πια η «Ζώγια» στην Κομνηνών είχε κλείσει κι οι εικόνες τόσων χρόνων μέσα εκεί, άρχισαν να κάνουν ουρά στη μνήμη μου. Να στριμώχνονται και να σπρώχνουν διεκδικώντας την πρωτιά, ποιαν θα μου αρπάξει πρώτη το φιλί της ζωής. Κι ενώ παιδευόμουν  να κλείσω την πλοκή της ιστορίας μου, μία- μία οι ξεχασμένες σκιές τριάντα χρόνων ανακινήθηκαν, μπήκαν στο μυαλό μου επείγουσες, παραβιάζοντας το κόκκινο του νου, κορνάροντας δαιμονισμένα, κουνώντας πέρα δώθε το χέρι, εδώ είμαι, η μία, Με ξέχασες; η άλλη, Θυμάσαι που… η τρίτη, διασπούσαν την προσοχή μου αναγκάζοντάς με να ρίχνω κάθε τόσο ματιές προς τα πίσω, ανάβοντας με το έτσι θέλω το φακό της θύμησης∙ αναγνωρίζοντας τις πιο επίμονες που μ’ ακολουθούσαν. Καίτοι χωμένη ως τα μπούνια στο τέλειωμα του βιβλίου, άρχισα τις συνομιλίες με τους επίμονους επισκέπτες της μνήμης, ζωντανεύοντας κουβέντα-κουβέντα τα εξαφανισμένα, περιθάλποντας κάποια πεταμένα, ανυψώνοντας άλλα που εκ πρώτης ματιάς φαίνονταν άχρηστα, ανακουφίζοντας τα πονεμένα, συμβαδίζοντας με τ’ άσχημα. Άλλοτε έπιανα τον εαυτό μου να νοσταλγεί και τα εφήμερα, να γοητεύομαι εκ νέου  με τα όμορφα που συνέβησαν εκεί μέσα, επαναφέροντας στο νου συγκινήσεις που αισθάνθηκα με κάποιες γνωριμίες ή και κουβέντες, δάκρυσα με οδυνηρές εικόνες, θύμωσα με κάποιες άλλες. Μπορεί κάποιος να μένει ανεπηρέαστος από τα συμβάντα τριάντα χρόνων της ζωής του; Εικόνες που ξύπνησαν, που απαιτούσαν να τις πάρω μαζί μου, με ακολουθούσαν κατά πόδας, συχνά χάνονταν κάποιες, πιο εκεί τις ξανασυναντούσα.
Έτσι επιβλήθηκαν πάνω μου, φορτώθηκαν με το έτσι θέλω στην πλάτη μου, και τώρα που επιτέλους τέλειωσα το γραφτό μου, τις αφήνω να μπαίνουν και να βγαίνουν ελεύθερες στο μυαλό μου. Άλλωστε ένας απ’ τους λόγους που γράφουμε είναι κι αυτός. Να κοιτάζουμε προς τα πίσω, σε ευχάριστα ή οδυνηρά τοπία που έχουν γίνει σκιές. Τρόπον τινά, να ξεφορτωθούμε το βουνό τα μπαγκάζια, (προσωπική ζωή τα ονομάζουμε) που είμαστε υποχρεωμένοι να κουβαλάμε, να ζήσουμε επιτέλους δίχως το βάρος τους, και ως συνέχεια, να ρίξουμε ένα καινούργιο φως πάνω τους, το φως της καθαρής ματιάς∙ τη λέμε και  εμπειρία… Είναι σαν να ανοίγεις ένα παλιό σεντούκι και ξεθάβεις πράγματα που αγνοούσες την ύπαρξή τους. Η λογοτεχνία σ’ όλο τον κόσμο είναι νομίζω αυτό που λέμε αυτοβιογραφική με τη στενή ή ευρεία έννοια. Η κυρία Μποβαρί είμαι εγώ, λένε ότι είπε ο Φλωμπέρ. Και με τα χρόνια το γράψιμο γίνεται κουσούρι, ένα αθεράπευτο κουσούρι που δεν θέλεις ν’ απαλλαγείς  απ’ αυτό γιατί είναι μια διεργασία, σχεδόν μαγική. Σ’ αυτήν καταφεύγεις όταν απλώνονται γύρω σου σκοτάδια, όταν νιώθεις να σε πνίγει η μιζέρια, όταν θέλεις να δεις καθαρότερα τα πράγματα, να κατανοήσεις, ν’ αμφιβάλεις, να μάθεις, να βγάλεις τις εμμονές απ’ το μυαλό σου, σ’ αυτήν καταφεύγεις ακόμα κι όταν η εμπειρία, τα χρόνια και η επιείκεια ―για συμπεριφορές άλλοτε απαράδεχτες― σαρώσουν τη ζωή σου,  τέλος σ’ αυτήν προσφεύγεις, γιατί εκεί μπορείς να κάνεις ότι δεν μπορείς να κάνεις στην πραγματική ζωή. Να διορθώσεις τα γραφόμενά σου, ν’ αλλάξεις σκηνές, ν’ αφαιρείς ή να προσθέτεις λέξεις στο κείμενο, να βάζεις καινούργια πρόσωπα που βολεύουν την πλοκή… Μπορείς να τα κάνεις αυτά στη ζωή;
Και δεν είναι μόνο αυτά… Εκεί προστρέχεις όταν αισθάνεσαι την ανάγκη να ανασκάψεις και να καταγράψεις το παρελθόν πριν λησμονηθεί, άλλες φορές για να σκιτσάρεις με το δικό σου πινέλο το μούτρο της κοινωνίας ―ανάλογα με την ψυχική σου κατάσταση το αγριεύεις ή το γαληνεύεις. Συχνάκις θέλεις απλώς να δημιουργείς, η δημιουργία είναι ιδιότητα του ανθρώπου ή να πεις κάτι καινούργιο, όπως να μιλήσεις για τη ζωή ανθρώπων που κανείς δε μίλησε γι’ αυτούς… Να βάλεις τη δική σου οπτική ματιά στα γεγονότα που βίωσαν.
Μερικές φορές σε οδηγεί εκεί και μια ανεξέλεγκτη δύναμη, ένα πείσμα, μια προσπάθεια να κοροϊδέψεις το θάνατο μέσα απ’ τη γραφή ή να ερμηνεύσεις την εκδικητική πολλές φορές συμπεριφορά αυτού που ονομάζουμε Θεό προς τον άνθρωπο… Υπάρχουν και άλλες πιο εγωιστικές στιγμές που προσπαθείς να φορτώσεις την ψυχαναγκαστική σου λογοδιάρροια στους φίλους σου, πιστεύοντας πως θα περνούν καλά διαβάζοντας τα κείμενά σου… Οι πράξεις μας όλες έχουν τις δικές τους καταχωνιασμένες, καπακωμένες τις περισσότερες φορές αιτίες.
Όπως και να το δει κανείς, η γραφή είναι ένα όμορφο ταξίδι, σου δίνει την δυνατότητα να μπαίνεις σε διαφορετικά μυαλά, σε διαφορετικές ανθρώπινες ενέργειες, όλα αυτά είναι μια ταξιδιωτική περιπέτεια κι εγώ λατρεύω τα ταξίδια, γιατί μου δίνουν τη δυνατότητα να ζω πράγματα απρόσμενα, εκπλήξεις και ανατροπές, να μπαίνω μέσα σε μια πλοκή, να χάνομαι εκεί μέσα, να κυκλοφορώ για καιρό με το φορτίο της συνείδησης του ήρωά μου...
Δεν μπορώ να περιγράψω όλα όσα νιώθει κανείς γράφοντας, αυτοί που γράφουν θα με καταλάβουν, οι άλλοι θα σκεφτούν Ήμαρτον, τι υπερβολή! Γι’ αυτό είμαι έτοιμη να μπω στην καινούργια περιπέτεια, ψηλαφίζοντας ιστορίες της Ζώγιας της Κομνηνών και άλλες της πρώτης Ζώγιας στη Σβώλου, της Ερμού, αλλά και του Βόλου.
Είμαι βέβαιη πως ανοίγοντας αυτό το παράθυρο, ένα σωρό κλειδωμένες εικόνες θα έρθουν στο μυαλό μου, τις οποίες θα δημοσιεύω στον μπλοκ μου… Ακολουθήστε με αν έχετε την περιέργεια να τις μάθετε.