Σάββατο 14 Απριλίου 2018



                                    Οι κορνίζες της Νανάς

1985: Χρονιά που άνοιξε η πρώτη «Ζώγια», στη Σβώλου. Πρόθεσή μου ήταν να λειτουργήσει το πρώτο καθιστικό βιβλιοπωλείο στη χώρα. Ας πούμε ότι η ιδέα προέκυψε από δική μου ανάγκη. Λέω ας πούμε γιατί στην πορεία ανακάλυψα ότι η σκέψη έτρεχε και σ’ άλλα μυαλά, απλώς εγώ  έκοψα πρώτη το νήμα... Κάποιοι πίστεψαν πως την ιδέα την μετέφερα απ’ την Ευρώπη, έστω κι αν έως τότε,  Το μόνον της ζωής μου ταξείδιον ήταν εις τας Αθήνας νοτίως, και εις το Μεταλλικόν, προς βορράν∙ γενέθλιος τόπος γαρ! Η αλήθεια είναι ότι τούτη η ανάγκη γεννήθηκε στα βιβλιοπωλεία της πόλης, όπου έτρωγα τις ώρες μου ψάχνοντας, και καθώς δεν υπήρχε ένα κάθισμα να ξεκουράσω τη μέση μου και τα έρμα τα πόδια μου που τα πελεκούσε η ορθοστασία, συχνά σκεφτόμουν, πώς και δεν το σκέφτηκε κάποιος του χώρου να λύσει με κάποιο τρόπο το …πρόβλημα. Κάτι ακόμα που με ταλάνιζε εκείνες τις ώρες ήταν κι η καθημερινή συνήθεια, εθισμός λέγετε, του καφέ και βέβαια του τσιγάρου. Ο πρώτος εξουσιάζει ακόμα τη ζωή μου, ο δεύτερος κόπηκε ως οικεία συνήθεια των χεριών πριν χρόνια, αλλά καθώς η έξις είναι  δεύτερη φύση, μπαινοβγαίνει ακόμα στο μυαλό μου. Οι κάθε λογής εθισμένοι το γνωρίζουν αυτό.
Επιστρέφω σ’ εκείνες τις πρώτες μέρες, που αφού είχα εξασφαλίσει την ποθητή άδεια λειτουργίας ―δεν ήταν διόλου εύκολο λόγω της παρουσίας του βιβλίου εκεί μέσα― άνοιξε κανονικά το μαγαζί.  Φρόντισα τα αντικείμενα που θα στόλιζαν το μαγαζί να έχουν άμεση σχέση με το βιβλίο, που, για όσους θυμούνται κατείχε την πιο σημαντική θέση, καθώς κάλυπτε το μισό μαγαζί με μια μεγάλη βιβλιοθήκη στον τοίχο και πέτρινους χτιστούς πάγκους πρωτοκαθεδρίτες του χώρου, με στοιβαγμένα πάνω βιβλία, εφημερίδες και άλλα έντυπα. Όταν έφτασα στα κάδρα, τα παρήγγειλα στην καλύτερη της πόλης, Νανά τη λέγανε αν θυμάμαι καλά και έκανε εξαιρετική δουλειά. Το ατελιέ της βρισκόταν στην Παύλου Μελά στο ύψος της Παλαιών Πατρών. Φωτοτύπησα μεγάλα κείμενα από βιβλία γνωστών γυναικών συγγραφέων με απόλυτη αυταρέσκεια για το επινόημα, τα φυλάκισα μέσα στις καλαίσθητες κορνίζες της Νανάς και τα κρέμασα στους τοίχους, στο ύψος του ματιού ώστε να διαβάζονται εύκολα. Η φαντασία μου είχε κιόλας σχηματίσει μικρές ουρές ενδιαφερομένων μπροστά τους, να σπρώχνονται για να τα διαβάσουν.
Περίμενα περίπου έξι μήνες για να δω μία κοπέλα να σηκώνεται απ’ το τραπέζι που καθόταν με την παρέα της, να στέκεται μπροστά στη μία κορνίζα και να διαβάζει με ενδιαφέρον το κείμενο. Δεν κρατιόμουν απ’ τη χαρά μου. Περίμενα να το τελειώσει και αφού την είδα να επιστρέφει στην παρέα της, έβαλα μια μηλόπιτα στο πιάτο και την έβαλα μπροστά της. Την κοίταξε παραξενεμένη: Μηλόπιτα φτιαγμένη απ’ τα χεράκια μου, της είπα. Την κερδίσατε με το σπαθί σας… Είστε η πρώτη που διαβάσατε ένα απ’ τα κρεμασμένα κείμενα.
 Το γέλιο της παρέας αντιλαλεί ακόμα τ’ αυτιά μου.
Για την ιστορία, τα λογοτεχνικά κείμενα δεν είχαν άλλο ενδιαφέρον, έτσι με την πρώτη ανακαίνιση αντικαταστάθηκαν με πίνακες ζωγραφικής.



Τετάρτη 28 Φεβρουαρίου 2018

ΟΙ ΑΡΙΣΤΟΚΡΑΤΕΣ







Ήταν ξεχωριστοί. 
Δύο ηλικιωμένοι, καλότροποι, γελαστοί, η γυναίκα με περισσότερη ενέργεια απ’ ότι ο άντρας, αέρα αριστοκρατικό κι οι δυο, μου θύμιζαν αυθεντικούς αρχοντογεννημένους, παλιά τζάκια της Θεσσαλονίκης που αντάμωνα σε χώρους εκκεντρικών κομμωτηρίων, όχι σαν πελάτισσα αλλά σαν εργαζόμενη, καθώς δούλευα τα καλοκαίρια στις διακοπές του σχολείου. Εκεί έμαθα να ξεχωρίζω τις εκ γενετής πλούσιες κυρίες, σεμνές ως επί το πλείστον, με προσηνή συμπεριφορά στους «ταπεινούς» βοηθούς του χώρου, αντίθετα από τις νεόπλουτες, που  απαξιούσαν να ρίξουν το βλέμμα πάνω μας, χαμένοι στην αλαζονεία της οικονομικής ευμάρειας κουδουνίζοντας τα λεφτά τους, καταβάλλοντας άγονες προσπάθειες και υπερβολές μαϊμουδίζοντας τις πρώτες, χωρίς να διαθέτουν την κουλτούρα τους.
Στην πρώτη κατηγορία τοποθετήσαμε απ’ την αρχή το συγκεκριμένο ζευγάρι των ηλικιωμένων λόγω της ανεπιτήδευτης ευπρέπειας στον τρόπο που απευθύνονταν σ’ όλους μας, και μιας απέριττης κομψότητας στη συμπεριφορά και τη στάση του σώματος τους.   Μικρές λεπτομέρειες που έκαναν τη διαφορά. Ο τρόπος που τραβούσαν το κάθισμα, πιάνοντας μόνο τον μέρος που αναλογούσε στο τραπέζι τους ―μακριά από τη συνήθεια του μέσου Έλληνα, να κάθεται σε μία καρέκλα, να χρησιμοποιεί μια δεύτερη για το πόδι του και μια τρίτη για τον αγκώνα και τα πράγματά του. Οι καρέκλες επαναφέρονταν με φυσικότητα στην αρχική τους θέση, όταν σηκώνονταν να φύγουν. Όπως συμπεριφέρεται κανείς στο σπίτι του.
Όταν γνωριστήκαμε αρκετά κι η οικειότητα κάλυψε πια τις κουβέντες μας, έγινε φανερό πως η παιδεία σ’ εκείνους τους δύο είχε ρίζες. Μια αθόρυβη πνευματική παίδευση χουχούλιαζε γύρω τους, παρούσα στις φράσεις, στην κίνηση και γενικά σ’ όλη τη συμπεριφορά τους.   Δεν έμαθα ποτέ αν πράγματι ανήκαν στην παλιά αριστοκρατία της πόλης, όπως είχα υποψιαστεί απ’ την αρχή, ούτε άλλωστε μ’ ενδιέφερε… Στη συνείδησή μου κατοχυρώθηκαν σαν το ευγενικό ζευγάρι της Δευτέρας ―ήταν η μέρα τους. Είχαν κερδίσει τη συμπάθεια του προσωπικού γενικά απ’ την πρώτη επίσκεψη∙ συμβαίνει συχνά αυτό, να συμπαθούμε ή ν’ αντιπαθούμε με μία ματιά. Η διαφορά ηλικίας τους δεν ήταν σαφής, περίπου δέκα χρόνια υπολόγιζα να είναι μεγαλύτερος ο άντρας, ίσως και περισσότερο.
Όταν εργάζεσαι σ’ ένα χώρο με πολλούς ανθρώπους, είναι φυσικό να εντοπίζεις αθέλητα, κάποιες φορές ηθελημένα, ιδιαιτερότητες που σκοντάφτουν στην περιέργειά σου. Αυτό που μ’ εντυπωσίασε απ’ την αρχή στο ζευγάρι της εβδομάδας ήταν ο σεβασμός, η αγάπη, μια ποιότητα στη μεταξύ τους σχέση που κύκλωνε γύρω τους και τους κρατούσε περίφραχτους απ’ όλους εμάς.  Πάντα ευγενικοί μαζί μας, γελαστοί, αλλά τόσο, όσο… Κουβέντες για το μαγαζί, πόσο πολύ το αγαπούσαν, οικείο όπως το σαλόνι του σπιτιού μας, οι αλλαγές του πλανήτη που χρόνο με τον χρόνο γίνονται πιο φανερές, πιο επικίνδυνες, σχολίαζαν συχνά την ανομία που συναντούσαν στους δρόμους, η περιφρόνηση των οδηγών για τα άτομα με κινητικά προβλήματα… Ύστερα λίγες κουβέντες με τις σερβιτόρες, έδειχναν ενδιαφέρον για την προσωπική τους ζωή, ρωτούσαν για την οικογένειά τους, και κατόπιν αφοσιώνονταν στις δικές τους ασταμάτητες συζητήσεις. Μα τι βρίσκετε και λέτε κάθε φορά; Προσπάθησα να λύσω την έντονη περιέργειά μου, όταν η οικειότητα στρογγυλοκάθισε για καλά ανάμεσά μας. Είναι δυνατόν, μετά από τόσα χρόνια μαζί να μην τελειώνουν  τα κοινά σας ενδιαφέροντα; Χαμογελούσε εκείνη συνεσταλμένα, Μας λες με τρόπο φλύαρους; Μου είπε μια φορά.  Όχι, όχι, προσπάθησα να το σώσω. Εντυπωσιάζομαι, απλώς. Μόνο κουρασμένα ζευγάρια συναντώ εδώ μέσα, μπαϊλντισμένα απ’ την πολύχρονη συμβίωση, με εξόριστο συνήθως τον διάλογο... Κοιτάχτηκαν χαμογελώντας. Πάντα κάτι καινούργιο φέρνει η ζωή για μας τους αιώνιους συγκατοικούντες… Αν θέλεις να το δεις… με αποστόμωσε ο ηλικιωμένος. Απ’ την εμπειρία μου σας λέω, επέμενα, λίγο ο χρόνος, λίγο η μεγάλη οικειότητα αποκαλύπτουν αδυναμίες στις οποίες, πολλές φορές δεν αντέχει ούτε η αγάπη, πόσο μάλλον η προσδοκία για κάτι καινούργιο… Να σας το πω αλλιώς… Η αίσθηση που δημιουργείται όταν σας παρατηρεί κανείς είναι σαν να περιμένει ο ένας απ’ τον άλλον ακόμα την έκπληξη… Στοιχείο που συνήθως επηρεάζεται από τα χρόνια και την οικειότητα, για να μην πω εξαφανίζεται. Εσείς δείχνετε σαν να γνωριστήκατε χθες, το έχετε συνειδητοποιήσει; Το βρίσκεις κακό αυτό; ρώτησε η κυρία Ελένη∙ αυτό ήταν τ’ όνομά της. Το έβρισκα θαυμάσιο και της το ‘πα.
Το ζευγάρι συνέχιζε να έρχεται, εγώ απολάμβανα τις ολιγόλεπτες κουβέντες μας κι ακολούθως τους χάζευα μέσα απ’ το μπαρ.
Και ξαφνικά, μετά από τόσων χρόνων βδομαδιάτικης παρουσίας, σταμάτησαν απότομα να έρχονται. Η απουσία έγινε αντιληπτή την πρώτη κιόλας Δευτέρα απ’ όλους μας. Στην αρχή σκεφτήκαμε την αρρώστια.  Τι πιο φυσικό… Μια απλή γρίπη που στην ηλικία τους θα μπορούσε να δείξει τα δόντια της…
Η επόμενη δευτεριάτικη απουσία μας προβλημάτισε σοβαρά. Τι θα μπορούσε να τους έκλεινε στο σπίτι τις Δευτέρες; Τι τους στέρησε την αγαπημένη συνήθεια;
Πέρασε ένας μήνας. Τέσσερις συνεχόμενες απουσίες. Κι ένα πρωί χτύπησε το τηλέφωνο, η κοπέλα μέσα από το μπαρ μου έκανε νόημα∙ εμένα θέλανε. Ήταν η κυρία Ελένη. Εκείνο που πρόσεξα αμέσως ήταν ο αλλιώτικος τόνος της φωνής της, η ζωντάνια δεν κατοικούσε πια εκεί. Μου μίλησε για τον αιφνίδιο θάνατο του άντρα της δίχως να βογκήξει διόλου, κατόπιν ζήτησε συγνώμη, εφεξής δε θα μπορούσε να ‘ρχεται στο μαγαζί. Ήταν το αγαπημένο στέκι του Πάνου, είπε, η σκέψη να έρθω δίχως να έχω στο πλάι μου εκείνον μου είναι αβάσταχτη. Όλα εκεί μέσα θα μου τον θυμίζουν… Κυρίως εκείνος ο αρχαίος καθρέφτης σου, που σε κάθε επίσκεψη μας, έλεγε πως κάποια μέρα θα σε ρωτούσε αν ενδιαφέρεσαι να τον πουλήσεις. Τα πάντα μέσα εκεί θα μαρτυρούν την απουσία του, Ζώγια μου. Συγχώρα με, δεν θα το αντέξω. Και δεν θα ξανάρθετε; ρώτησα. Με παρακάλεσε να την καταλάβω.
Η κυρία Ελένη δεν ξανάρθε. Δεν την ξανάδα. Αμέτρητες φορές το βλέμμα μου στάθηκε στο τραπέζι που συνήθως κάθονταν, η φαντασία μου τους έβλεπε να μιλούν, κάποιες φορές ήταν τόσο έντονη η εικόνα που άκουγα ή έτσι νόμιζα, τον ήχο της φωνή τους.
Μακριά πια από το περιβάλλον της Ζώγιας, η εικόνα τους έρχεται και γαληνεύει το μυαλό μου, όταν η σπίθα της νοσταλγίας με ταλαιπωρεί. Αναλογίζομαι συχνά πως είχα την τύχη να γνωρίσω εκεί μέσα ανθρώπους που τα ίχνη τους έχουν τη δύναμη ν’ αγγίζουν ακόμη το περίγραμμα της ψυχής μου…